- λαμπραυγής
- λαμπρ-αυγής, ές, hellglänzend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
λαμπραυγής — ές, ανωμ. θηλ. και λαμπραυγέτις, ιδος (Α) αυτός που λάμπει, λαμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπρός + αυγής (< αὐγή ή *αὖγος, τὸ), πρβλ. λευκ αυγής, χρυσαυγής. Ο τ. λαμπραυγέτις < λαμπραυγής + επίθημα θηλ. έτις (πρβλ. κυαναυγέτις)] … Dictionary of Greek
λαμπραυγές — λαμπραυγής lustrous masc/fem voc sg λαμπραυγής lustrous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπραυγοῦς — λαμπραυγής lustrous masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπραυγέσι — λαμπραυγής lustrous masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… … Dictionary of Greek
λαμπραυγέτις — λαμπραυγέτις, ιδος, ἡ (Α) βλ. λαμπραυγής … Dictionary of Greek
λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν … Dictionary of Greek